ξενικοῦ

ξενικοῦ
ξενικός
of
masc/neut gen sg
ξενικός
of
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αέριος — (4oς αι. μ.Χ.).Αιρετικός, φίλος του Ευσταθίου, τον οποίο αργότερα κατασυκοφάντησε με αφορμή τη χειροτονία του σε μητροπολίτη. Ο Α., προφανώς εξαιτίας του φθόνου του για τον Ευστάθιο, δίδασκε ότι το αξίωμα του επισκόπου είναι περιττό και,… …   Dictionary of Greek

  • αγραριανισμός — ο 1. θεωρία τής ίσης κατανομής ή τής δίκαιης αναδιανομής τής έγγειας ιδιοκτησίας 2. κοινωνική ή πολιτική κίνηση που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αγροτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη δικαιότερη κατανομή τής γης και τη βελτίωση τής οικονομικής… …   Dictionary of Greek

  • ακανθικός — ή, ό (Α ἀκανθικός, ή, ὸν) [ἀκανθα] ακανθώδης, γεμάτος αγκάθια «ἀκανθικὴ φύσις» (Θεοφρ., Φυτ. Αιτ. 4, 6). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξενικού όρου < ακανθικός* + τρήμα «οπή, τρύπα»] …   Dictionary of Greek

  • αμπιγιέρ — ο, γιέζ, η (γαλλ. habilleur euse) υπάλληλος τού θεάτρου που βοηθεί τούς ηθοποιούς να ντυθούν. Οι πρωταγωνίστριες έχουν συνήθως προσωπική αμπιγιέζ, την οποία αμείβουν ιδιαίτερα. Ο ελληνικός όρος «ενδυτής» ως αντίστοιχος τού ξενικού δεν καθιερώθηκε …   Dictionary of Greek

  • αυτοσεβασμός — ο το να σέβεται κανείς τον εαυτό του, να μην προβαίνει σε λόγια και πράξεις ανάρμοστες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + σεβασμός. Απόδοση στα Ελληνικά ξενικού όρου (πρβλ. selfrespect). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εντυπωτισμός — ο νεώτερος όρος (που δεν επικράτησε) για απόδοση τού αντίστοιχου ξενικού εμπρεσιονισμός* …   Dictionary of Greek

  • ζωτικοκρατία — η (φιλοσ.) εξελληνισμός τού ξενικού όρου βιταλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. vitalisme] …   Dictionary of Greek

  • καντήλι — και κανδήλι (Μ καντήλι και κανδήλι και κανδήλιον) η μικρή καντήλα, το λυχνάρι που βρίσκεται μπροστά από τις εικόνες τών αγίων (νεολλ.) φρ. 1. «σώθηκε το καντήλι του» είναι ετοιμοθάνατος 2. «τού άναψαν τα καντήλια» εξοργίστηκε 3. «... το καντήλι… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • φεροϊκός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φερόες νήσους 2. φρ. «φεροϊκή γλώσσα «γλωσσ. γλώσσα μεταξύ τής Δυτικής Νορβηγικής και Ισλανδικής, η οποία περιέχει και πολλές δανικές λέξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξενικού όρου, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”